σνομπ

σνομπ
ο, η, το, Ν
άκλ.
1. άτομο που θαυμάζει και υιοθετεί τους τρόπους, τη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις τών θεωρούμενων ως υψηλών και διακεκριμένων κοινωνικών κύκλων και περιφρονεί ό,τι δεν προέρχεται από αυτούς
2. ως επίθ. ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snob < λατ. s(ine) nob(ilitate) «χωρίς τίτλους ευγενείας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σνομπ — ο, η (λ. αγγλ.). 1. αυτός που δεν έχει τίτλους ευγενείας. 2. μτφ., ματαιόδοξος κοσμικός τύπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σνομπαρία — η, Ν 1. το σύνολο τών σνομπ 2. πράξη που χαρακτηρίζει τους σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σνομπ + κατάλ. αρία (πρβλ. αλητ αρία)] …   Dictionary of Greek

  • σνομπάρω — Ν [σνομπ] έχω συμπεριφορά σνομπ, φέρομαι υπεροπτικά και ακατάδεχτα …   Dictionary of Greek

  • σνομπισμός — ο, Ν η συμπεριφορά, οι τρόποι τών σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snobbism < snob (βλ. σνομπ) + ism (< ισμός*). Η λ., στον λόγιο τ. σνοβισμός, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] …   Dictionary of Greek

  • απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… …   Dictionary of Greek

  • λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] …   Dictionary of Greek

  • Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… …   Dictionary of Greek

  • σνομπάρω — σνόμπαρα, συμπεριφέρομαι προς κάποιον ως σνομπ: Τώρα τελευταία ο φίλος σου μας σνομπάρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σνομπαρία — η το σύνολο των σνομπ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σνομπισμός — ο συμπεριφορά ή τρόποι του σνομπ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”