σνομπ — ο, η (λ. αγγλ.). 1. αυτός που δεν έχει τίτλους ευγενείας. 2. μτφ., ματαιόδοξος κοσμικός τύπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σνομπαρία — η, Ν 1. το σύνολο τών σνομπ 2. πράξη που χαρακτηρίζει τους σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σνομπ + κατάλ. αρία (πρβλ. αλητ αρία)] … Dictionary of Greek
σνομπάρω — Ν [σνομπ] έχω συμπεριφορά σνομπ, φέρομαι υπεροπτικά και ακατάδεχτα … Dictionary of Greek
σνομπισμός — ο, Ν η συμπεριφορά, οι τρόποι τών σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snobbism < snob (βλ. σνομπ) + ism (< ισμός*). Η λ., στον λόγιο τ. σνοβισμός, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] … Dictionary of Greek
απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… … Dictionary of Greek
λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek
σνομπάρω — σνόμπαρα, συμπεριφέρομαι προς κάποιον ως σνομπ: Τώρα τελευταία ο φίλος σου μας σνομπάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σνομπαρία — η το σύνολο των σνομπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σνομπισμός — ο συμπεριφορά ή τρόποι του σνομπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)